πλουτοχθων

πλουτοχθων
    πλουτόχθων
    πλουτό-χθων
    -ονος adj. владеющий или питаемый богатой землей
    

(γόνος Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πλουτοχθων" в других словарях:

  • πλουτόχθων — rich in treasures of the earth masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουτόχθων — ονος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και πλουτόχθονας, θηλ. πλουτόχθονη, Ν 1. πλούσιος σε θησαυρούς τής γης 2. αυτός που πλουτίζει από τη γη του αρχ. (σχετικά με τα ορυχεία αργύρου τού Λαυρείου) πλούτος θησαυρών τής γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + χθών «γη» (πρβλ. αυτό… …   Dictionary of Greek

  • πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… …   Dictionary of Greek

  • χθων — η / χθών, ονός, ΝΑ ως κύριο όν. η Χθων μυθ. προσωποποιημένη θεότητα τής γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και τού Τυφώνος αρχ. 1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῑα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»